- Ἄτυος
- Ἄτυςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριοβόλος — κριοβόλος, ον (Α) φρ. «κριοβόλος τελετή» τελετή κατά την οποία φονεύονταν κριάρια προς τιμήν τού Ἀτυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, φυλλο βόλος] … Dictionary of Greek